ὁπλομαχικός

ὁπλομαχικός
ὁπλο-μᾰχικός, ή, όν,
A of or for

ὁπλομαχία, ἀγῶνες D.C.59.14

;

κινήσεις Gal.6.153

; -κός, , ibid. ; -κόν, τό, title of work by Democr., Fr.280.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • οπλομαχικός — ὁπλομαχικός, ή όν (Α) [οπλομαχία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στην οπλομαχία («ὁπλομαχικοὶ ἀγῶνες», Διόδ. Σικ.) …   Dictionary of Greek

  • ὁπλομαχικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁπλομαχικῶν — ὁπλομαχικός of fem gen pl ὁπλομαχικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁπλομαχικόν — ὁπλομαχικός of masc acc sg ὁπλομαχικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁπλομαχικούς — ὁπλομαχικός of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁπλομαχικήν — ὁπλομαχικός of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁπλομαχικάς — ὁπλομαχικά̱ς , ὁπλομαχικός of fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”